διαφέντεμα

διαφέντεμα
το
ο εξουσιασμός, η προστασία: Η μάνα ανέλαβε το διαφέντεμα των παιδιών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαφέντεμα — και ντευμα και διαυθέντευμα, το προστασία υπεράσπιση, υποστήριξη, προάσπιση …   Dictionary of Greek

  • διαυθέντευμα — το διαφέντεμα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”